στραβοπάτημα

στραβοπάτημα
τό
1) ошибочный, ложный или неверный шаг, отклонение от правильного пути; 2) стаптывание (обуви); 3) пошатывание (о пьяном)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "στραβοπάτημα" в других словарях:

  • στραβοπάτημα — το 1. παραπάτημα. 2. σφάλμα: Με το πρώτο στραβοπάτημα θα απολυθείς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στραβοπάτημα — το, Ν [στραβοπατώ] 1. παραπάτημα, πάτημα κατά το οποίο δεν προσαρμόζεται το πέλμα κανονικά στο έδαφος 2. στράβωμα τού παπουτσιού από αδέξιο βάδισμα 3. μτφ. σφάλμα, παρεκτροπή …   Dictionary of Greek

  • παραπάτημα — το [παραπατώ (II)] 1. ολίσθημα, στραβοπάτημα 2. κλονισμός κατά το βάδισμα, τρίκλισμα 3. μτφ. παρεκτροπή, παράπτωμα …   Dictionary of Greek

  • παραπάτημα — το 1. το στραβοπάτημα, τρίκλισμα, γλίστρημα: Κι αρχίζουν τα παραπατήματα, και τότε πια βλαστήμα τα (λαϊκός στίχος). 2. σφάλμα ηθικό: Το παραπάτημά σου αυτό είναι αδικαιολόγητο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»